ἐπίβαπτον

ἐπίβαπτον
ἐπίβαπτος
covered with
masc/fem acc sg
ἐπίβαπτος
covered with
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίβαπτος — ἐπίβαπτος, ον (Α) [επιβάπτω] βουτηγμένος σε κάτι («ἐπίβαπτον χυλῷ μελιτηρῷ») …   Dictionary of Greek

  • μελιτηρός — μελιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή προσιδιάζει στο μέλι («μελιτηρὸν ἄγγος», Αριστοφ.) 2. αυτός που είναι όμοιος με το μέλι («κατὰ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἐπιβάπτον χυλῷ μελιτηρῷ καὶ κατὰ τὴν ἁφὴν καὶ κατὰ τὴν γεῡσιν», Θεόφρ.) 3. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”